- τρανταχτός
- -ή, -ό, Ν [τραντάζω]1. αυτός που σείεται, που κουνιέται βίαια, που συγκλονίζεται2. συγκλονιστικός3. μτφ. α) πολύ ισχυρός («τρανταχτό επιχείρημα»)β) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο («τρανταχτά γέλια»)γ) (για πρόσ.) διάσημος («τρανταχτή προσωπικότητα»).επίρρ...τρανταχτά Νμε τρανταχτό τρόπο, με τίναγμα.
Dictionary of Greek. 2013.